συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αγγειογραφία — Η σκιαγραφική απεικόνιση των κλάδων ενός αγγειακού στελέχους μετά από έγχυση σκιερής ουσίας μέσα στο αγγείο. Η έγχυση της σκιερής ουσίας γίνεται είτε απευθείας με διαδερμική παρακέντηση του αγγείου είτε κατόπιν εισαγωγής ειδικού λεπτού καθετήρα.… … Dictionary of Greek
μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… … Dictionary of Greek
παρέγχυση — η / παρέγχυσις, ύσεως, ΝΜΑ [παρεγχέω] η επιπρόσθετη έγχυση, η έγχυση υγρού μέσα σε άλλο αρχ. η επισώρευση λίπους … Dictionary of Greek
πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… … Dictionary of Greek
έγχυτος — ἔγχυτος, ον (Α) 1. ο χυμένος μέσα σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον α) έγχυση β) έγχυμα … Dictionary of Greek
αδενογραφία — η Ιατρ. η ακτινολογική απεικόνιση ενός αδενικού οργάνου (π.χ. μαστογραφία) ή τών πόρων του ύστερα από έγχυση σκιαγραφικής ουσίας (π.χ. λεμφαδενογραφία, σιαλογραφία) … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… … Dictionary of Greek